- ὀπιθόμβροτον
- ὀπιθόμβροτοςfollowing a mortalmasc/fem acc sgὀπιθόμβροτοςfollowing a mortalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπιθόμβροτος — ὀπιθόμβροτος, ον (Α) αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί … Dictionary of Greek